- ἀποδιδόμενος
- ἀποδίδωμιgive uppres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυριαρχία — Με την ευρύτερη σημασία του όρου εννοείται το κύρος, η αυθεντία και η δύναμη επιβολής που ασκείται από κάποιον σε οποιονδήποτε τομέα των κοινωνικών και διαπροσωπικών σχέσεων. Με τη στενή νομική έννοια σημαίνει την ανώτατη εξουσία επιρροής ή… … Dictionary of Greek
λικβινταρισμός — Όρος σε χρήση στο επαναστατικό λεξιλόγιο των Ρώσων, πριν από την Οκτωβριανή επανάσταση. Σύμφωνα με τους οπαδούς του λ., πολλές φορές επιβάλλεται η εγκατάλειψη της επαναστατικής τακτικής και η υιοθέτηση συμβιβαστικής πολιτικής στα πλαίσια του… … Dictionary of Greek
πριμιτίφ — και πριμιτιβιστής, ο, Ν άκλ. χαρακτηρισμός αποδιδόμενος σε Ιταλούς ζωγράφους τού 14ου και 15ου αιώνα και, κατ επέκταση, σε άλλους Ευρωπαίους προαναγεννησιακούς ζωγράφους τού τέλους τού Μεσαίωνα καθώς και σε σημερινούς αυτοδίδακτους καλλιτέχνες,… … Dictionary of Greek
συνδικάτο — το, Ν 1. ένωση φυσικών ή νομικών προσώπων για την προάσπιση και εξυπηρέτηση τών κοινών οικονομικών ή επαγγελματικών τους συμφερόντων 2. φρ. α) «εργατικά συνδικάτα» οι συνδικαλιστικές οργανώσεις τών εργαζομένων β) «συνδικάτο τού εγκλήματος» μτφ.… … Dictionary of Greek
τυμπανικός — ή, ό / τυμπανικός, ή, όν, ΝΜΑ [τύμπανον] νεοελλ. 1. ιατρ. αυτός που ηχεί σαν τύμπανο, που παράγει ήχο όμοιο με τον ήχο που παράγει το τύμπανο («τυμπανικός ήχος» ήχος μεταλλικής απήχησης αποδιδόμενος κατά την επίκρουση διαφόρων τμημάτων τού… … Dictionary of Greek